LIKE SOMEONE IN LOVE (2012)


Σκηνοθεσία: Αbbas Kiarostami

Παίζουν: Rin Takanashi, Tadashi Okuno, Ryō Kase


Στην ελληνική μετάφραση ο τίτλος της ταινίας αποδίδεται ως «Κάτι σαν έρωτας». Τι μπορεί να είναι αυτό που είναι σαν έρωτας, αλλά δεν είναι έρωτας; Μήπως αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται εδώ για να υποβιβάσει αυτό που είναι σαν έρωτας, αρνούμενο την εξίσωσή του με το υπέρτατο των συναισθημάτων; Ή μήπως η διατύπωση είναι συμπονετική, καθησυχαστική; μπορεί να μην είναι έρωτας ακριβώς, αλλά τουλάχιστον είναι ό,τι πιο κοντινό, η δεύτερη καλύτερη εναλλακτική.

Η ταινία ξεκινά μέσα σε ένα πολύβουο μπαρ του Τόκυο. Ακούμε μια γυναικεία φωνή να μιλάει στο τηλέφωνο. Καθησυχάζει το αγόρι της ότι έχει βγει έξω με τη φίλη της. Δεν την βλέπουμε αλλά την ακούμε να λέει «Δεν λέω ψέματα». Ταυτόχρονα, βλέπουμε με τα μάτια μας ότι λέει ψέματα. Η διάσταση ανάμεσα σε αυτό που βλέπουμε και σε αυτό που ακούμε, ανάμεσα στην ομοιότητα και την προσποίηση, θα μας ακολουθεί καθ’ όλη τη διάρκεια τη ταινίας. Για ένα περίπου τέταρτο της ώρας, θα παραμείνουμε στο τραπέζι της ηρωίδας μας, της Ακίκο, και θα μάθουμε τα εξής: πρέπει να δει τη γιαγιά της που ήρθε από το χωριό, είναι φοιτήτρια, πληρώνεται για να κάνει σεξ και δεν θέλει να πάει στον «σημαντικό» πελάτη που θέλει να τη στείλει ο προαγωγός της. Όταν τελικά φτάσει στο σπίτι που την έστειλε, βρίσκει έναν ηλικιωμένο καθηγητή να την περιμένει, έχοντας φτιάξει δείπνο και ανάψει κεριά, παίζοντας τζαζ δίσκους στο πικ απ και προσδοκώντας περισσότερο τη συντροφιά παρά το σεξ. 

Η συνάντηση της Ακίκο με τον Τακάσι θα σηματοδοτήσει την αρχή μιας ιδιότυπης σχέσης, η φύση της οποίας δεν θα προσδιοριστεί, ούτε καν θα υπαινιχθεί από την οποιαδήποτε ένδειξη. Αντίθετα, ο Κιαροστάμι θα την αφήσει εντελώς απροσδιόριστη και αινιγματική, να κινείται κάπου ανάμεσα στην επιθυμία πατρικής προστασίας, την ανάγκη για συντροφιά και το σεξ. Όταν μάλιστα η Ακίκο έρθει αντιμέτωπη με το ευέξαπτο αγόρι της, Νοριάκι, ο οποίος υποπτεύεται την κρυφή δουλειά της, ο Τακάσι αναλαμβάνει το ρόλο του προστάτη της. Δεν θα πούμε περισσότερα για την ιστορία, αν και δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς θα συνιστούσε σπόιλερ σε αυτή την ταινία, όπου ελάχιστα συμβαίνουν από πλευρά πλοκής. Και που παρόλη την απουσία μεγάλων δραματικών εντάσεων, απροσδιόριστα συναισθήματα βρίσκουν το χώρο και τρυπώνουν απροσδόκητα στις ολιγάριθμες σκηνές της ταινίας που λαμβάνουν χώρα εναλλάξ σε κλειστούς χώρους και μέσα σε αυτοκίνητα.


Θα μπορούσαμε, ίσως, να αναφερθούμε σε πτυχές της ταινίας που προσφέρονται για αποκρυπτογράφηση νοημάτων. Για παράδειγμα στη μοναξιά της αφιλόξενης μεγαλούπολης του Τόκυο και την συνήθη ιαπωνική πρακτική φοιτητριών να στρέφονται στο σεξ επί πληρωμή για να ξοφλήσουν τα δίδακτρά τους. Ή στη διαμάχη ανάμεσα στη βεβαιότητα που αποζητά ο Νοριάκι από την αγάπη του για την Ακίκο και την αμφισημία που λαμβάνει, αντίθετα, η αγάπη του Τακάσι για αυτήν. Ή στον ιδιόμορφο ερωτισμό που αποπνέει η ταινία και στο μπλέξιμο μεταξύ του πραγματικού και του φαινομενικού, που μας καθιστά διαρκώς καχύποπτους για τη φύση όσων παρακολουθούμε ως θεατές. Αλλά όσο και να μιλήσουμε για αυτά, δεν θα έρθουμε πιο κοντά στην καρδιά των θεμάτων που πραγματεύεται ο Ιρανός σκηνοθέτης. Κι αυτό γιατί η σταθεροποίηση των νοημάτων δεν είναι κάτι που επιδιώκει να μας αφορά. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ακόμα και η έκβαση της τελευταίας σκηνής, ή καλύτερα η άρνηση για αποκάλυψη κάποιας έκβασης, μοιάζει το πιο ταιριαστό κλείσιμο.

Για τους τρεις ήρωές μας μαθαίνουμε πολύ λίγα. Δεν μας δίνονται παρά μόνο λίγες ενδείξεις για το παρελθόν και το παρόν τους και καμία απολύτως για τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις επιθυμίες τους. Μας είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να καταλάβουμε επακριβώς ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι και τι είναι αυτό που βλέπουμε. Επομένως, μην έχοντας κάποιο πάτημα, κάποιο παράθυρο στο μυαλό και την καρδιά των χαρακτήρων, γεννάται εύλογα το ερώτημα: Ποιος από τους τρεις βασικούς ήρωες είναι αυτός που συμπεριφέρεται σαν να είναι ερωτευμένος; Η νεαρή αφελής φοιτήτρια που πληρώνεται για να προσποιείται τον έρωτα; Ο οργισμένος αρραβωνιαστικός της που μπερδεύει την αγάπη με την κτητικότητα και τον περιορισμό; Ή ο ηλικιωμένος καθηγητής που αναζητά μια παρουσία για να γιατρέψει τη μοναξιά του; Ίσως και οι τρεις. Ίσως κανένας τους δεν έχει καταφέρει να βρει τον αυθεντικό, καθαρόαιμο έρωτα και συμπεριφέρονται σαν να τον έχουν βρει. Ίσως πάλι αυτός να μην υπάρχει καν και αυτό που απομένει να είναι κάποιο ακαθόριστο και μπάσταρδο είδος αγάπης. Πατρική, πλατωνική, σαρκική ή πληρωμένη. Όπως και να ‘ χει, ένας έρωτας για να πιαστούνε από κάποιον άλλο, με όποια μορφή παίρνει αυτός. Η ταινία θα τελειώσει ξαφνικά και στους τίτλους του τέλους η Ella Fitzgerald θα τραγουδήσει το ομώνυμο με τον τίτλο τραγούδι:

Sometimes the things I do astound me

Mostly whenever you're around me […]

Each time I look at you I'm limp as a glove

And feeling like someone in love.

Σχόλια