SYNECDOCHE, NEW YORK (2008)


Σενάριο / Σκηνοθεσία: Charlie Kaufman

Παίζουν: Philip Seymour Hoffman, Samantha Morton, Michelle Williams, Cathrine Keener, Emily Watson, Dianne Wiest, Jennifer Jason Leigh, Hope Davis, Tom Noonan


This is everyone's experience. Every single one. The specifics hardly matter. Everyone is everyone.

Η οποιαδήποτε προσπάθεια να γραφτούν έστω και λίγες λέξεις για τη Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης , είναι εκ των πραγμάτων μια υπόθεση καταδικασμένη στην ανεπάρκεια. Κι αυτό γιατί το αντικείμενο που πραγματεύεται η δαιδαλώδης και εξοντωτικά πολύπλευρη ταινία του Κάουφμαν, δεν είναι τίποτα λιγότερο από τα πάντα. Οτιδήποτε, δηλαδή, έχει να κάνει με τη ζωή, την ύπαρξη και την ανθρώπινη φύση. Εκεί όπου όλη η ιστορία της ανθρώπινης σκέψης, το σύνολο της τέχνης, όλη η φιλοσοφία και η ψυχανάλυση αναζητούν απαντήσεις ψάχνοντας να φωτίσουν πλευρές, να διαλευκάνουν την ανθρώπινη ύπαρξη και να φτάσουν έστω λίγο πιο κοντά στο τι σημαίνει να ζει κανείς, εκεί πάνω πατά και η Συνεκδοχή. Και το κάνει με τρόπο καθαρά κινηματογραφικό, βασισμένη πάνω στους συχνά ασυνείδητους μηχανισμούς της σκέψης, της φαντασίας και της μνήμης, σύμφωνα με τους οποίους δρούμε ως ανθρώπινα όντα, στα οποία η λογική παίζει μικρότερο ρόλο απ’ όσο τολμάμε να παραδεχτούμε. 



Ο Τσάρλι Κάουφμαν (σεναριογράφος των Human Nature, Adaptation, Eternal Sunshine of the Spotless Mind, Being John Malcovich και σκηνοθέτης/ σεναριογράφος των μετέπειτα Anomalisa και Im Thinking of Ending Things) στην πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, αναλαμβάνει να οπτικοποιήσει τον κολοσσιαίο κόσμο του σεναρίου του. Είναι προφανές στους θεατές των ταινιών του, ότι αυτό που κυρίως – αν όχι το μόνο που- τον απασχολεί είναι οι ανεξάντλητες λειτουργίες του ανθρώπινου μυαλού, οι κόσμοι που αυτό δημιουργεί (μέσω συνειρμών, ονείρων, φαντασιώσεων, ασυνείδητων φόβων, ανεξέλεγκτων παρορμήσεων) και η σχέση τους με την πραγματικότητα. Όσο παράλογες, απροσδόκητες ή κωμικά μη πραγματοποιήσιμες στην «αληθινή» ζωή κι αν είναι οι εικόνες και οι καταστάσεις που δημιουργεί, δεν είναι παρόλα αυτά, αυθαίρετες. Υπάρχουν για να θέσουν κάτι σε λειτουργία, είτε αυτό είναι ένα συναίσθημα, μια ανάμνηση, μια εντύπωση ή μια σκέψη για τη δική μας ζωή. Κι αυτός είναι ο λόγος που οι εικόνες και οι σκηνές του Κάουφμαν δεν είναι ποτέ κενές, ούτε υπάρχουν ως αισθητικές κατασκευές με μόνο σκοπό την οπτική ωραιότητα. Αντίθετα, πλημμυρίζουν από συναίσθημα και σημασίες, που δεν είναι τυποποιημένες και σκαλισμένες στην πέτρα, αλλά ποικίλλουν ανάλογα με τα μάτια που τις παρακολουθούν. Όσο διαφορετικές είναι οι ζωές μας, τόσες διαφορετικές σημασίες και νοήματα μπορούν να τους αποδοθούν. Και ναι, οι ταινίες του είναι πολύπλοκες, ζητούν την προσοχή του θεατή και ζαλίζουν με τα πολυεπίπεδα νοήματά τους, αλλά ταυτόχρονα το μόνο που πραγματικά απαιτούν είναι να βιωθούν και όχι η νοητική κατανόηση και η αποκρυπτογράφησή τους, λες και είναι γρίφοι που αν τους λύσουμε θα ανταμειφθούμε. 


Ο κεντρικός ήρωας, Κέιντεν Κόταρντ, είναι θεατρικός σκηνοθέτης, αποφασισμένος να αποτυπώσει την «ωμή αλήθεια» της ίδιας της ύπαρξης πάνω στο σανίδι και να φέρει το έργο του όσο πιο κοντά γίνεται στην ίδια τη ζωή. Επιθυμεί να κάνει τη σκηνή να μετατραπεί σε ολόκληρο τον κόσμο, αφήνοντας ταυτόχρονα κάτι μεγαλειώδες πίσω του όταν πεθάνει.
Ο Κάουφμαν πλέκει έναν σύνθετο αφηγηματικό ιστό στον οποίο φιγουράρουν ο συνεχής και ακατάπαυστος φόβος του θανάτου, οι αλλεπάλληλες αποτυχίες του Κέιντεν να νιώσει και να ανταποδώσει ουσιαστικά συναισθήματα, ο εγωκεντρισμός και η προσήλωσή του σε μια εκ των πραγμάτων ατελέσφορη προσπάθεια, καθώς και η πάλη για να δει έστω κάποιον άλλον πέρα από τη δική του εικόνα. Διώχνοντας μακριά τη γραμμική και τακτοποιημένη εξιστόρηση των γεγονότων που απαρτίζουν την αφήγησή του, ο Κάουφμαν αγκαλιάζει την αβεβαιότητα, την ματαιότητα και κατ’ επέκταση τις συμμαζεμένες επεξηγήσεις των όσων δείχνει. Και είναι αναμενόμενο να χαθεί ο θεατής μέσα σε αυτόν τον λαβύρινθο των αχρονολόγητων αφηγήσεων, των μπερδεμένων μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας εικόνων, των πολυάριθμων στρωμάτων νοημάτων βαλμένα το ένα πάνω στο άλλο, των διπλών και τριπλών προσωπείων, της μεταφοράς και της κυριολεξίας. Αλλά δεν πειράζει. Γιατί είναι ο ίδιος λαβύρινθος του μυαλού ( ο γεμάτος με τις σκέψεις, τις προσδοκίες, τις ελπίδες, τους παράλογους φόβους, τις εντυπώσεις, τις φαντασιώσεις και τα όνειρα) που υπάρχει σε όλους μας. Everyone is everyone. Σε αυτή την ατάκα αποτυπώνεται η οικουμενική οπτική της ταινίας: αυτή είναι η ιστορία του Κέιντεν αλλά θα μπορούσε να είναι η ιστορία η δική μου, η δική σου, ενός αγέννητου παιδιού ή ενός εδώ και χρόνια πεθαμένου. Και η ιστορία αυτού του ανθρώπου μετατρέπεται σε μια συνεκδοχή, ένα γενικό σχήμα που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τις ζωές όλων μας.

Η επιλογή ενός σκηνοθέτη ως βασικού χαρακτήρα, και μάλιστα του ολοζώντανου και συνεχώς μεταβαλλόμενου και δυναμικού θεάτρου (σε αντίθεση με το νεκρό κινηματογραφικό έργο ή ένα μυθιστόρημα του οποίου οι λέξεις είναι γραμμένες στο χαρτί, για πάντα απαράλλαχτες) έχει ιδιαίτερη λειτουργία: ο  Κέιντεν - όπως ο καθένας μας - ενορχηστρώνει την ίδια του τη ζωή σαν ένα θεατρικό έργο, δημιουργεί τη διανομή των βασικών ρόλων, βάζει στο στόμα τους λόγια και κρυμμένες σκέψεις και ταυτόχρονα κρατάει τα ηνία της διεύθυνσης όλων των επιμέρους κομματιών – πού θα δοθεί προσοχή, τι θα παραμεριστεί, ποια συναισθήματα θα κατακλύσουν τον ήρωα που παίζει τον εαυτό του, ποιες προβολές του εαυτού του θα κυριαρχήσουν και τι θα προλάβει να συμπεριλάβει πριν τελειώσει η παράσταση.  




Σχόλια