TWIN PEAKS

 

Δημιουργοί: David Lynch, Mark Frost

Παίζουν: Kyle MacLachlan, Michael Ontkean, Mädchen Amick, Dana Ashbrook, Richard Beymer, Lara Flynn Boyle, Sherilyn Fenn, Sheryl Lee


 Όχι ότι ο κόσμος έχει ανάγκη ένα ακόμα αφιέρωμα στο χιλιοσχολιασμένο, πολυαναλυμένο και εμβληματικό για όλη την ύπαρξη και πορεία της τηλεόρασης Twin Peaks, αλλά εμείς θα το κάνουμε. Γιατί είμαστε θαυμαστές της γοητευτικής παράνοιας του Ντέιβιντ Λιντς, γιατί η σειρά γιορτάζει φέτος τα 31α γενέθλιά της και είμαστε σχεδόν συνομήλικοι, και γιατί δεν χρειάζεται πάντα λόγος για να γράφουμε ό,τι γράφουμε.  

Η σειρά απέκτησε ένα από τα πιο τρελά hype στην ιστορία της ποπ κουλτούρας και έλαβε καλτ υπόσταση μέσα στα 26 χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι την επιστροφή της το 2017 με το Twin Peaks, The Return. Πέρα από την κινηματογραφική κληρονομιά που άφησε (θα τα πούμε αυτά πιο μετά), αποτελεί μια ατέλειωτη πηγή πολιτιστικών αναφορών που συναντάμε σε κάθε σχεδόν πτυχή της τέχνης:  από ονόματα μουσικών σχημάτων (The Dale Cooper Quartet), επεισόδια στο Sesame Street, τίτλους και στίχους τραγουδιών, video games, βιβλία, comics, ακόμα και συνθήματα σε τοίχους. 

Ήταν το μακρινό 1990 όταν ο Ντέιβιντ Λιντς (ανερχόμενος,  φεύγοντας την ίδια χρονιά από τις Κάννες με τον Χρυσό Φοίνικα για το Wild at Heart) μαζί με τον Μαρκ Φροστ ανέλαβαν να δημιουργήσουν μια τηλεοπτική σειρά για το ABC και αυτό που ακολούθησε ήταν ένα μίγμα ετερόκλητων και αλληλοαποκλειόμενων από τη φύση τους (αν δεν είσαι ο Λιντς) ειδών, το οποίο θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε συνοπτικά σαπουνόπερα μυστηρίου με υπερφυσικά στοιχεία. Όταν το πτώμα της έφηβης Λώρα Πάλμερ ξεβράζεται στην παραλία τυλιγμένο σε σελοφάν, ο αστυνόμος του FBI Ντέιλ Κούπερ (Kyle MacLachlan) αναλαμβάνει την εξιχνίαση του φόνου της και αναστατώνει την ήσυχη πόλη του Twin Peaks.

Η σειρά κατάφερε να συνενώσει μέσα σε δύο σεζόν (όχι χωρίς σκαμπανεβάσματα στην ποιότητα και κοιλιές στην πλοκή της βέβαια) την τυπική αφηγηματική δομή τηλεοπτικών επεισοδίων (με τα απαραίτητα cliffhangers) και τη θεματική της σαπουνόπερας (με το δράμα και τα αισθηματικά μπλεξίματα), με στοιχεία εντελώς ξένα για τα μέχρι τότε δεδομένα της τηλεόρασης. Πρώτα απ’ όλα ο απρόβλεπτος και ανερμήνευτος τρόμος.  Που είτε εμφανίζεται αιφνιδιαστικά στην οθόνη είτε παραμονεύει διαρκώς κάτω από την επιφάνεια: με αλλόκοτες φιγούρες, χώρους και σκηνές που στοιχειώνουν, φράσεις που μοιάζουν παράταιρες με τα συμφραζόμενά τους και τη γενικότερη απειλητική ατμόσφαιρα που χρωματίζει το οτιδήποτε συμβαίνει, από την πιο κοινότοπη δραστηριότητα μέχρι αθώα πλάνα δέντρων που κουνιούνται στον αέρα. Όλα αυτά συμβάλλουν στη σχεδόν μόνιμη αίσθηση ότι κάτι σε αυτό που βλέπουμε δεν είναι κουρδισμένο σωστά. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Λιντς στριμώχνει στιγμές σλάπστικ χιούμορ, cheesy εφηβικού ρομάντζου και αστυνομικού νουάρ. Το αποτέλεσμα ήταν ένα πρωτοφανές για την εποχή του πάντρεμα ειδών (στην αμερικάνικη τηλεόραση της περιόδου παιζόταν κατά βάση sitcoms και σαπουνόπερες), το οποίο αντί να θυμίζει λίγο από όλα δεν θύμιζε τίποτα από αυτά. Είχε κάτι που άρεσε στον καθένα, ενείχε σάτιρα του ίδιου του είδους που φερόταν να εκπροσωπεί, ήταν ανά στιγμές εύπεπτο, είχε δράση, μυστήριο και δημιουργούσε αγωνία με τα άπειρα ερωτήματα που έθετε.

Σκηνοθετώντας μόλις 6 από τα αρχικά 30 επεισόδια, ο Λιντς έδωσε το στυλιστικό και κινηματογραφικό στίγμα και των δυο σεζόν, καθως και της prequel ταινίας Twin Peaks: Fire Walk With Me (1992), καθιστώντας την την πρώτη καθαρά κινηματογραφική τηλεοπτική σειρά, η οποία δημιούργησε ένα ολόκληρο ύφος και μια διαφορετική αντιμετώπιση του μέσου της τηλεόρασης, το οποίο θεωρούταν ως τότε χαμηλού και μάλλον αποβλακωτικού επιπέδου. Αμέτρητες οι σειρές-πνευματικοί απόγονοι του Twin Peaks (The Killing, The Leftovers, Lost, Fringe, Stranger Things και η λίστα πάει λέγοντας), ενώ όπως αναφέραμε και στην αρχή οι αναφορές που έχει δημιουργήσει η σειρά είναι χωρίς υπερβολή ανεξάντλητες.  

Και κάπου εδώ ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για το συστατικό στοιχείο που ευθύνεται για την ατμόσφαιρα και τη συνολική αίσθηση που δημιουργεί η σειρά και αυτό δεν είναι άλλο από την υπέροχη, υποβλητική και άρρηκτα συνδεδεμένη με το πνεύμα της σειράς μουσική του Άντζελο Μπανταλαμέντι, μόνιμου σχεδόν συνεργάτη του Λιντς. Οι ονειρικοί αυτοσχεδιασμοί της sultry jazz, σε συνδυασμό με τα ανατριχιαστικά φωνητικά της Τζούλι Κρουζ και τους απειλητικούς ηλεκτρονικούς ήχους σε στιγμές κινδύνου, είναι πραγματικά δύσκολο να αποκοπούν από τη ραχοκοκαλιά αυτού που είναι το Twin Peaks, σε σημείο να είμαστε βέβαιοι πως χωρίς αυτή τη συγκεκριμένη μουσική δεν θα είχαμε τη σειρά που έχουμε. Άλλωστε, η σύνθεση της μουσικής έγινε ταυτόχρονα με τη δημιουργία της σειράς, ενώ ο Λιντς και ο Μπανταλαμέντι συνεργάστηκαν από κοινού για την εύρεση του χαρακτηριστικού ήχου που θα αντιπροσώπευε τους χαρακτήρες, τα μοτίβα και τον κόσμο του Twin Peaks: απόκοσμου, μυστηριώδους, αστείου, μελαγχολικού και όλα αυτά μαζί, σαν τον ίδιο τον πυρήνα της σειράς.

Πέρα από τη μίξη των ειδών και το ιδιότυπο στυλ της, η σειρά συγκέντρωνε μια πληθώρα χαρακτήρων από τους οποίους κάποιοι παρουσιάζονταν κωμικά, κάποιοι εμφανίζονταν εντελώς ιδιοσυγκρασιακοί, ενώ καθώς προχωρούσε η ιστορία και ξεδιπλώνονταν τα μυστικά τους, ανακαλύπταμε μια πόλη με κατοίκους ταυτόχρονα καλούς και κακούς, οι οποίοι πασχίζουν μέσα στις αντιφάσεις τους να πράξουν το σωστό. Ο Λιντς χειρίστηκε τις κάθε είδους αντιθέσεις (ανάμεσα στα φαινόμενα και την πραγματικότητα, στο φως και το σκοτάδι, στο υπερβατικό καλό και κακό) ως θεμελιώδες αφηγηματικό εργαλείο για την εξέλιξη των χαρακτήρων και των ιστοριών τους, καταφέρνοντας να αποφύγει υπεραπλουστεύσεις και ηθικολογίες. Ταυτόχρονα, ο μοναδικός τρόπος που έχει έτσι κι αλλιώς ο σκηνοθέτης να αφηγείται ιστορίες, αδιαφορώντας ή τουλάχιστον βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την επεξήγηση και την τακτοποίηση των όσων δείχνει, αν και ασύμφορο με όρους αγοράς και μάρκετινγκ, δεν αποθάρρυνε (ιδιαίτερα) τους θεατές και τους παραγωγούς από το να επενδύσουν οι μεν τον χρόνο και οι δε τα λεφτά τους στη σειρά. Αυτό έχει τη σημασία του, αν σκεφτεί κανείς την κύρια λειτουργία και λόγο ύπαρξης της τηλεόρασης την εποχή εκείνη ως καθαρής ψυχαγωγίας, που είτε διασκέδαζε ή έβαζε γρίφους τους οποίους οι θεατές ανυπομονούσαν να δουν να εξιχνιάζονται. Παραιτημένοι, λοιπόν, από την επιδίωξη να πάρουν όλες τις απαντήσεις, να βάλουν τα πάντα σε μια σειρά και να ενώσουν επακριβώς τις τελείες, οι θεατές έβρισκαν το χώρο να γίνουν οι ίδιοι δημιουργοί νοημάτων και να παρακολουθήσουν την ιστορία πρωτίστως ως εμπειρία και δευτερευόντως ως πληροφορία. Αυτό βέβαια ως ένα σημείο, αφού η πίεση από πλευράς παραγωγής και καναλιού ανάγκασε τον Λιντς να λύσει βεβιασμένα το κεντρικό μυστήριο του φόνου της Λώρα Πάλμερ, προδίδοντας το αρχικό του όραμα να το αφήσει ανεξιχνίαστο ως παντοτινό αίνιγμα.

Ήρθε όμως μια δεύτερη ευκαιρία, 26 χρόνια μετά, την οποία εκμεταλλεύτηκε για να φέρει εις πέρας το συνολικό και συνεκτικό αφήγημά του για τους ήρωες και την πόλη του Twin Peaks. Και αυτό που είδαμε στην 18ωρη ταινία του (όπως χαρακτήρισε ο Λιντς την τρίτη σεζόν λόγω της ενιαίας αφήγησης και της πρωτοφανούς για σειρά έλλειψης αποσπασματικότητας) ήταν απρόσμενο, αλλόκοτο ακόμη και για τα δεδομένα της σειράς και σε κάθε περίπτωση καθόλου μα καθόλου αδιάφορο. Απαιτητικό στην θέαση, με βασανιστικά αργούς ρυθμούς και έλλειψη παραδοσιακής αφηγηματικής δομής, ο Λιντς έκανε ξεκάθαρο από την αρχή ότι δεν θα παρασυρθεί στη μόδα της νοσταλγίας και του hype της σειράς και αυτό που θα δούμε θα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό και την ίδια στιγμή απόλυτα εναρμονισμένο με τον κόσμο που έχει δημιουργήσει από το πρώτο κιόλας επεισόδιο της πρώτης σεζόν. Και ενώ όλα τα στοιχεία του κόσμου αυτού είναι παρόντα και σε αυτή την τρίτη σεζόν, εμφανίζονται παραλλαγμένα, βαλμένα αλλιώς και αν τα βάλουμε σε μια σειρά ίσως και να βγάζουν νόημα. Σε κάθε περίπτωση, αυτό δεν πρόκειται να το ακούσουμε από τα χείλη του Λιντς, οπότε, είμαστε ελεύθεροι να ενώσουμε τις τελείες οι ίδιοι.

Δεν θα υποκύψουμε σε αναλύσεις για το περιεχόμενο, τους συμβολισμούς και τις ερμηνείες όλων όσων είδαμε, αλλά μπορούμε να πούμε (και αυτό ισχύει ίσως και για το σύνολο της φιλμογραφίας του δημιουργού) ότι παρά τον αινιγματικό, ανοιχτό και σουρεαλιστικό τρόπο σερβιρίσματος, τα πιάτα του Ντέιβιντ Λιντς δεν είναι ολωσδιόλου ασαφή και αφηρημένα. Οι αποκρυπτογραφήσεις των εικόνων του μπορεί να μην είναι απόλυτες και αμετάβλητες, αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι τα θέματα και οι προβληματισμοί του είναι εντελώς αδιόρατοι και απρόσιτοι. 



 

 

Σχόλια