ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ NICK HORNBY ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΟΘΟΝΗ



«When life gets more crowded, however obsessive you are, there tends not to be the same opportunity to explore it. Obsessions find space where there is space.»* 

64 κεράκια σβήνει φέτος ο αγαπημένος μας συγγραφέας και σεναριογράφος Νικ Χόρνμπι και εμείς είμαστε εδώ για να ανατρέξουμε σε όλη του την εργογραφία, να βρούμε τα βασικά συστατικά που χτίζουν τη ραχοκοκαλιά των ιστοριών του και για να μιλήσουμε για τις αγαπημένες και πανταχού παρούσες στα έργα του εμμονές. Ήρωες που αναπνέουν μόνο για να μιλάνε για βιβλία, ταινίες, μουσική, ποδόσφαιρο και τηλεόραση και οι οποίοι, αν και βρισκόμενοι στην τέταρτη και πέμπτη δεκαετία της ζωής τους, παραμένουν αιώνιοι έφηβοι. Η πένα του Χόρνμπι συνήθως τους συλλαμβάνει την στιγμή εκείνη που κάτι θα ταράξει την ανέμελη και γεμάτη (κυρίως με τις κάθε είδους εμμονές τους) ζωή τους. Από κει και πέρα οι αναγνώστες θα παρακολουθήσουν την πορεία του ήρωά τους ενώ αυτός θα ταρακουνηθεί, θα αναθεωρήσει και, στις περισσότερες περιπτώσεις, θα πετύχει μια νέα ισορροπία, σηκώνοντας το κεφάλι από τα βιβλία του, βγάζοντας τα ακουστικά του και βλέποντας τι άλλο υπάρχει γύρω του.   



Οι  εμμονικές προσκολλήσεις των ηρώων του σε κάποια πτυχή της ποπ κουλτούρας, εκτός από το ότι μαρτυρούν αναπόφευκτα μια αντίστοιχη εμμονή του ίδιου του Χόρνμπι (πώς αλλιώς εξηγείται η συσσώρευση τόσης γνώσης πάνω στην μουσική, τα βιβλία, τις ταινίες;), χρησιμοποιούνται ως αφηγηματικά εργαλεία και όχι ως αυτοσκοπός στα έργα του, γι' αυτό και δεν υπάρχουν ως απλό ντεκόρ στις ιστορίες του. Αντίθετα, ο Χόρνμπι μιλάει στη ψυχή του κάθε είδους συλλέκτη με την πιο ευρεία έννοια της λέξης, αυτού δηλαδή που έχει μια σχεδόν ερωτική σχέση με οτιδήποτε έχει ντύσει με έναν μανδύα σπουδαιότητας και με το οποίο ασχολείται με μονομανία, μην αφήνοντας χώρο για κάτι άλλο. Η στάση που υιοθετεί απέναντι στους χαρακτήρες που πλάθει, χαρακτηρίζεται από μια βαθιά κατανόηση και συμπόνια απέναντι στα βάσανα που προκύπτουν από αυτές τους τις ενασχολήσεις, ενώ φλερτάρει ανά στιγμές με την διακωμώδηση και καταλήγει συνήθως στο πέρασμα στην ωριμότητα του ήρωά του, που ναι μεν χρειάζεται αυτές τις αποσπάσεις που προσφέρει η κάθε μορφής τέχνη, αλλά, τις τοποθετεί ως συμπλήρωμα σε μια πραγματική ζωή με τα πραγματικά βάσανα, τις χαρές και τα σκαμπανεβάσματά της.  




Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτό που ταρακουνάει τους, κατά βάση αρσενικούς πρωταγωνιστές του, είναι η φωνή της λογικής, που προέρχεται  συνήθως από το έτερόν τους ήμισυ. Κρατώντας την αντρική οπτική των ηρώων του, ο Χόρνμπι δεν γίνεται σε καμία στιγμή σεξιστής και καταφέρνει να αποτυπώσει την γυναικεία ψυχοσύνθεση, αποφεύγοντας κλισέ και εύκολες λύσεις, με τις οποίες είναι γεμάτες αντίστοιχες κομεντί- κωμωδίες του είδους. Περισσότερο από αυτό, όλοι οι ήρωες των βιβλίων του, είναι πέρα για πέρα πραγματικοί άνθρωποι που νιώθεις ότι τους έχεις ήδη γνωρίσει ή είναι πολύ πιθανό να τους συναντήσεις. Οι αμφιβολίες και οι φόβοι, οι ντροπές, τα ελαττώματα και οι προβληματισμοί είναι άμεσα αναγνωρίσιμοι και οικείοι. Και είναι αυτή η αμεσότητα της γραφής του και της σκιαγράφησης των ηρώων του, που καταφέρνει, περισσότερο από το χιούμορ και το σαρκασμό, να κερδίσει από το πρώτο λεπτό τον αναγνώστη, και που παράλληλα κάνει πιο προσιτά για συζήτηση ακόμα και θέματα όπως η κατάθλιψη, ο χωρισμός ή η αυτοκτονία.   

Λέγοντας αυτά, ας δούμε συνοπτικά την εργογραφία του Βρετανού συγγραφέα. Πέρα από τα βιβλία, τις σύντομες ιστορίες και τις ανθολογίες (κυρίως με κριτικές και κείμενα για μουσική και βιβλία) τις οποίες έχει εκδώσει, ο Χόρνμπι, έχει γράψει τρία πρωτότυπα σενάρια για ταινίες, το An Education (2009) που σκηνοθέτησε η Lone Scherfig και στο οποίο πρωταγωνιστούν οι Κάρει Μάλιγκαν και Πίτερ Σάρσγκαρντ, το Wild (2014) του Jean- Marc Vallée με την Ρις Γουίδερσπουν και το Brooklyn (2015) του John Crowley με την Σίρσα Ρόναν, ενώ έγραψε και το σενάριο για τη διασκευή του δικού του βιβλίου Fever Pitch το οποίο έγινε ταινία το 1997 από τον David Evans. Ακολούθησαν τα σενάρια για δύο τηλεοπτικές σειρές, το Love, Nina (2016) και το State of the Union (2019). Όσον αφορά στα βιβλία του Χόρνμπι, για τη μεγάλη οθόνη έχουν διασκευαστεί τα παρακάτω:


1. Fever Pitch (1997), David Evans

 



Υπέρ πάντων το ποδόσφαιρο. Ή για να είμαστε πιο σωστοί, υπέρ πάντων η ομάδα. Στην προκειμένη, η Άρσεναλ. Με φόντο την πολυτάραχη ποδοσφαιρική σεζόν 1988-89 και τον τελικό με τη Λίβερπουλ, όπου η Άρσεναλ σκόραρε τη τελευταία στιγμή κερδίζοντας το πρωτάθλημα,  ο Χόρνμπι μεταφέρει την αυτοβιογραφική ιστορία του στην οθόνη. Ο Πολ (Κόλιν Φερθ βγαλμένος από τα βαθειά 90ς με ανάλογη ενδυμασία και αντίστοιχο μαλλί) είναι καθηγητής Λογοτεχνίας σε σχολείο και κολλημένος εμμονικά με την Άρσεναλ, με την οποία τον δένουν περισσότερο συναισθηματικοί παρά άλλου είδους λόγοι. Όταν γνωριστεί με την Σάρα (Ρουθ Γκέμελ), η οποία είναι επίσης καθηγήτρια στο ίδιο σχολείο, τα βάσανα θα ξεκινήσουν, καθώς θα αποδειχθεί αδύνατο να συμβιβάσει την ψύχωσή του με την Άρσεναλ και την αγάπη του για τη Σάρα. Με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, ο χαρακτήρας του Πολ παρουσιάζεται συμπαθής και ως ένα σημείο αφελής, ενώ ταυτόχρονα είναι δύσκολο να μην συμπάσχουμε ως θεατές με την αγανακτισμένη Σάρα που διερωτάται συνεχώς αν έχει νόημα να αρχίσει μια νέα  ζωή με έναν άντρα που φέρεται σαν 12χρονο αγόρι. Το 2005 κυκλοφόρησε αμερικάνικο remake της ταινίας από τους αδερφούς Φάρελι, με τους Τζίμι Φάλλον και Ντρου Μπάριμορ.

 

2. High Fidelity (2000), Stephen Frears

 


Τα είπαμε εδώ καλύτερα, αλλά θα τα επαναλάβουμε μια ακόμα φορά. Ο Ρομπ (Τζον Κιούζακ) είναι ιδιοκτήτης ενός συνοικιακού δισκάδικου και εμμονικός μουσικόφιλος. Όταν η κοπέλα του, Λώρα (Ίμπεν Γιάιλε) τον παρατήσει, αυτός θα ξεκινήσει ένα ταξίδι στις αναμνήσεις των περασμένων του σχέσεων, θα έρθει αντιμέτωπος με την χρυσή πεντάδα των κορυφαίων χωρισμών του και δεν θα σταματήσει να μας κοιτάει κατάματα, να αυτοπαινεύται, να παραδέχεται λάθη, να γκρινιάζει και να προσπαθεί να καταλάβει τι πηγαίνει στραβά με αυτόν. Για άλλη μια φορά, ο κεντρικός χαρακτήρας του Χόρνμπι είναι μανιακός συλλέκτης, ξεκάθαρα ανώριμος και μπερδεμένος, αναζητώντας τι είναι αυτό που θέλει στη ζωή του. Μετά από άπειρες λίστες, πολλή μουσική και αρκετή αυτοκριτική, ο Ρομπ θα καταφέρει τουλάχιστον να βρει τι δεν τον κάνει δυστυχισμένο (καλή αρχή) και να προσπαθήσει να το κρατήσει. Το High Fidelity πέρασε και από τη μικρή οθόνη το 2020 με τη Ζόι Κράβιτς στον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια τηλεοπτική διασκευή, που ενώ θύμιζε τρανταχτά την ορίτζιναλ ταινία και ενείχε πινελιές νοσταλγίας για να ευφρανθούν οι φαν, δεν είχε τη ζωντάνια και την αβίαστη αμεσότητα του πρωτότυπου, σε έκανε να διερωτάσαι για ποιο λόγο υπάρχει εξαρχής και τι καινούργιο προσδίδει. 


 3. About A Boy (2002), Chris & Paul Weitz

 


Ο Γουίλ ( Χιου Γραντ) ζει μια ανέμελη και σκόπιμα άδεια από ευθύνες και ουσιαστικές σχέσεις ζωή. Έχοντας λύσει το βιοποριστικό του πρόβλημα κληρονομώντας τα δικαιώματα ενός χριστουγεννιάτικου τραγουδιού, επιδίδεται σε ανούσια κυνηγητά γυναικών, μη διστάζοντας να πει ψέματα και να παραπλανήσει. Όταν από κάποια περίεργη τροπή των πραγμάτων γνωριστεί με τον 12χρονο Μάρκους (ένας νεότατος Νίκολας Χουλτ) και τη μητέρα του (Τόνι Κολέτ) θα εισβάλλουν για πρώτη φορά στη ζωή του ευθύνες και θα βρεθεί να αμφισβητεί τον μέχρι τότε τρόπο ζωής του. Με το ένα πόδι στην ανέφελη εφηβεία και το άλλο στην αργοπορημένη ωριμότητα, θα προσπαθήσει μέσα από τα μαθήματα που θα πάρει από τη φιλία του με τον Μάρκους, να κερδίσει την αγάπη της Ρέιτσελ (Ρέιτσελ Βάις).  Συγκινητικό χωρίς να γίνεται μελό, με αρκετές δόσεις χιούμορ και έναν πρωταγωνιστή  οικείο  και γι' αυτό συμπαθή, παρόλα τα λάθη και την ρηχότητα που διαβλέπουμε σε αυτόν αρχικά, το βασικό ατού της ταινίας είναι ξεκάθαρα οι ηθοποιοί της και οι αβίαστες ερμηνείες τους.  Το 2014 το About A Boy διασκευάστηκε και σε τηλεοπτική σειρά στο NBC για 2 σεζόν.

 

4. A Long Way Down (2014), Pascal Chaumeil

 


Δεν θα πούμε ψέματα. Η μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του A Long Way Down, του μόνου από τα μυθιστορήματα του Χόρνμπι που ξεφεύγει ως θεματική από τα υπόλοιπα και αντικρίζει κατάματα βαριά ζητήματα (πάντα βέβαια με χιούμορ και αυτοσαρκασμό) ήταν κατά γενική ομολογία απογοητευτική. Και το γιατί είναι ένα εύλογο ερώτημα. Σίγουρα δεν ευθύνεται η τετράδα των πρωταγωνιστών της, οι οποίοι είναι παραπάνω από επαρκείς. Κάπου, πάντως, κάτι πήγε λάθος και η ταινία κάνει περισσότερη φασαρία από όση θα άρμοζε στο λεπτό θέμα της (αυτοκτονία και κλινική κατάθλιψη) και φαίνεται πως οι σχεδόν χειρουργικοί ελιγμοί της γραφής του Χόρνμπι που ακροβατούν ανάμεσα στο τραγικό και τη μαύρη κωμωδία, όχι απλά δεν μεταφέρθηκαν με κάποιο τρόπο στην ταινία, αλλά απουσιάζουν εντελώς. Οι τέσσερις ήρωες, ο καθένας κουβαλώντας μια διαφορετική ιστορία πόνου και απελπισίας, συναντιούνται μια Παραμονή Πρωτοχρονιάς στο πιο διαβόητο σημείο αυτοκτονιών της πόλης, ενώ ετοιμάζονται, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, να πηδήξουν στο κενό. Υιοθετώντας εναλλάξ τις οπτικές καθενός από τους χαρακτήρες του, ο Χόρνμπι στο βιβλίο του σκιαγραφεί το ταξίδι τους από την απόγνωση μέχρι την ελπίδα, αποτυπώνοντας στο χαρτί τις πιο μαύρες και τρομακτικές σκέψεις του μυαλού τους με απροσδώκητη συμπόνια και κατανόηση.

5. Juliet, Naked (2018), Jesse Peretz

 


Στο Juliet, Naked, για αλλαγή, ο εμμονικός μουσικόφιλος δεν είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας. Αντ' αυτού παρακολουθούμε τις εμμονές του και τα προβλήματα που αυτές δημιουργούν, μέσα από τα μάτια της γυναίκας του. Ο Ντάνκαν (Κρις Ο' Ντάουντ) είναι μονομανιακά προσκολλημένος στον ξεχασμένο τραγουδιστή Τάκερ Κρόου (Ίθαν Χωκ) σε βαθμό ψύχωσης. Η γυναίκα του, Άννι (Ρόουζ Μπερν), κάνει τα στραβά μάτια και υπομένει μια ζωή που απέχει πολύ από αυτά που πραγματικά θέλει και έχει ανάγκη. Το έναυσμα για να αλλάξει η ζωή της θα δοθεί, όταν πάνω σε μια στιγμή εκνευρισμού, μπει σε ένα ονλάιν φόρουμ και γράψει κακή κριτική για το αντικείμενο λατρείας του συζύγου της, τον Κρόου. Εκείνος αναπάντεχα θα της απαντήσει και έτσι θα ξεκινήσει μια σχέση η οποία θα αλλάξει τις ζωές και των τριών. Με τρυφερότητα και εξόφθαλμο σαρκασμό για τον τύπο του φανατικού οπαδού με τον οποίο έχει ντύσει τους περισσότερους πρώην πρωταγωνιστές του, ο Νικ Χόρνμπι κοιτάει τώρα από την απέναντι πλευρά, αυτού που υφίσταται τις συνέπειες τέτοιων συμπεριφορών και εισχωρεί στην ψυχοσύνθεση της Ρόουζ με τρυφερότητα και ειλικρίνεια. Ταυτόχρονα, μεταφέρει τους προβληματισμούς του σχετικά με το ρόλο της τέχνης εν γένει, της κριτικής και της σχέσης του καλλιτέχνη με το έργο του και κατά πόσο αξίζει, στην τελική, να πονάς προκειμένου να έχεις κάτι για να μετουσιώσεις σε τέχνη. 'Οταν σε μια σκηνή της ταινίας, ο φανατικός οπαδός και το αντικείμενο λατρείας του συναντιούνται, απηυδυσμένος με την κυνική στάση του πρώην ειδώλου του, ο Ντάνκαν θα του αντιτάξει ότι έστω και μέτρια, η μουσική του αξίζει γιατί για αυτόν είναι σημαντική και τίποτα άλλο δεν θα έπρεπε να μετράει: "Art is for the artist no more than water is for the bloody plumber".


Νικ Χόρνμπι στην Guardian, 01.11.2015

Σχόλια